βαθυρρείτης

βαθυρρείτης
βαθυ-ρρείτης, ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθυρρείτης — βαθυρρείτης, ο (Α) (για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < ρεέτης < ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)] …   Dictionary of Greek

  • βαθυρρείτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋρρείτης — ἐϋρρείτης, ὁ (Α) εϋρρεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτης (< * ρεFε της < ρεFω), πρβλ. ακαλα ρρείτης, βαθυρρείτης] …   Dictionary of Greek

  • βαθυρρείταο — βαθυρρείτᾱο , βαθυρρείτης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”